ἀπίστου

ἀπίστου
неверным
неверного

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ἀπίστου" в других словарях:

  • ἀπίστου — ἄπιστος not to be trusted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουταζιλίτες — Οπαδοί ισλαμικής διδασκαλίας (μουταζωισμός) που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία τον 8o αι. μ.Χ. Οι μ. βρίσκονταν ανάμεσα στους χαριτζίτες – που θεωρούσαν άπιστο κάθε αμαρτωλό μουσουλμάνο και τους μουρτζιίτες νομιμόφρονες, αλλά με χαλαρές θρησκευτικές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»